- ὀδοντόφυτος
- ὀδοντό-φῠτος, ον,A = ὀδοντοφυής, Nonn.D.5.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οδοντόφυτος — ὀδοντόφυτος, ον (Α) οδοντοφυής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + φυτός (< φύομαι), πρβλ. ζωό φυτος, ριζό φυτος] … Dictionary of Greek
ὀδοντοφύτους — ὀδοντόφυτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδοντοφύτων — ὀδοντόφυτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδοντοφύτῳ — ὀδοντόφυτος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοντοφυτικός — ὀδοντοφυτικός, ή, όν (ΑΜ) [οδοντόφυτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοντοφυΐα … Dictionary of Greek